Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΙΑ 09-10-2008


A)  ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΥΠ. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Β)  ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
Γ)   ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ


A)  ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΥΠ. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
http://www.ministryofjustice.gr/modules.php?op=modload&name=News&file=article&sid=1192


Τα βασικά σημεία του Σχεδίου νόμου: «Μεταρρυθμίσεις για την Οικογένεια, το Παιδί, την Κοινωνία και άλλες διατάξεις».
(Περιληπτικό κείμενο της Εισηγητικής ­Έκθεσης και του Σχεδίου Νόμου που συνοδεύουν το δελτίο τύπου αυτό)
Το νομοσχέδιο «Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία και άλλες διατάξεις» περιλαμβάνει τρία βασικά κεφάλαια. 
­ Συγκεκριμένα:

1. Στο Πρώτο Κεφάλαιο ρυθμίζεται το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης.
 Η νομοθετική αυτή παρέμβαση, στοχεύει στην κάλυψη των αναγκών της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας, ­ζευγαριών που ζουν σε καθεστώς ελεύθερης συμβίωσης και οι οποίες δεν ρυθμίζονται από το κείμενο δίκαιο. Δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στη ρύθμιση των συνεπειών αυτής της συμβίωσης, όπως είναι τα αποκτώμενα παιδιά, οι περιουσιακές σχέσεις, η προστασία της γυναίκας και μητέρας κλπ.

Ο χαρακτήρας του Συμφώνου Ελεύθερης Συμβίωσης
Το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης προσώπων, συστήνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που καταχωρίζεται σε ειδικό ληξιαρχικό βιβλίο. Με αυτό αναγνωρίζεται η δυνατότητα στα μέρη να ρυθμίσουν συμβατικά τις περιουσιακές τους σχέσεις και το ελευθέρως διαλυτό του συμφώνου τους, αλλά με συγκεκριμένες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις, των οποίων οι έννομες συνέπειες δεν αίρονται με τη λύση του.
Αποτελεί μια εναλλακτική μορφή μόνιμης συμβίωσης και όχι μια μορφή «χαλαρού γάμου». Μία πραγματικότητα, η οποία αφορά σε δεκάδες χιλιάδες παιδιά των συμβιώσεων αυτών και καθιστά τους έως σήμερα απόλυτα ελεύθερα συμβιούντες περισσότερο υπεύθυνους και δεσμευμένους ατομικά, οικογενειακά και κοινωνικά.
Το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης αφορά αποκλειστικά την ελεύθερη συμβίωση προσώπων διαφορετικού φύλου. Δεν επιτρέπεται και τιμωρείται ποινικά η κατάρτιση Συμφώνου Ελεύθερης Συμβίωσης με περισσότερα από ένα άτομο.
    Λύεται:

  • με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο συστήνεται (δηλαδή με συμβολαιογραφικό έγγραφο), και,
  • με τη σύναψη γάμου είτε μεταξύ των προσώπων που συμβιώνουν είτε μεταξύ ενός από αυτά και τρίτου.
Τι καλύπτουν οι βασικές διατάξεις του
Με τις ρυθμίσεις του, που έχουν ως αρχή ότι στην ελεύθερη συμβίωση επικρατεί η ελευθερία της βούλησης των προσώπων και όχι ο πλήρης θεσμικός χαρακτήρας, όπως συμβαίνει στο γάμο. Ιδιαίτερη πρόνοια λαμβάνεται, με αυτές, για τις προσωπικές και περιουσιακές σχέσεις των συμβιούντων προσώπων, την κατάσταση των τέκνων που γεννώνται κατά τη διάρκειά του, τις κληρονομικές σχέσεις των προσώπων που έχουν συνάψει σύμφωνο (που συνίστανται στο ήμιση των δικαιωμάτων του θρησκευτικού ή πολιτικού γάμου).



2. Στο Δεύτερο Κεφάλαιο τροποποιούνται, βελτιώνονται και εκσυγχρονίζονται διατάξεις του ΑΚ για την Υιοθεσία, το επώνυμο των συζύγων και το διαζύγιο.
Ειδικότερα:

α. ως προς την Υιοθεσία: ρυθμίζονται επιμέρους ζητήματα που σκοπόν έχουν να βελτιώσουν τη λειτουργία του θεσμού για την ταχύτερη και ασφαλέστερη τέλεση της Υιοθεσίας. Διευκολύνεται η δυνατότητα Υιοθεσίας από ενδιαφερόμενους γονείς και πρόσωπα, χαράσσεται μια νέα πολιτική κατά της ιδρυματοποίησης των εγκαταλελημένων και ορφανών παιδιών και κατά των κυκλωμάτων εμπορίας και εκμετάλλευσης παιδιών.
Συγκεκριμένα ρυθμίζεται η διαδικασία της στα δικαστήρια, που αναπληρώνουν την συναίνεση των φυσικών γονέων και προβλέπεται δυνητική ακρόαση των συγγενών του υιοθετουμένου.
Με τις μεταβατικές διατάξεις διευρύνεται η διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων, ώστε να είναι αρμόδια να δικάζουν υποθέσεις υιοθεσίας, όταν ένας από τους δύο (ο υιοθετών ή ο υιοθετούμενος) έχουν την Ελληνική ιθαγένεια.

β.περιορίζεται σε δύο χρόνια, από τέσσερα, το αμάχητο τεκμήριο για τον ισχυρό κλονισμό  του γάμου. Αυτό αποσκοπεί στη σύντομη λύση ουσιαστικά «νεκρών γάμων. Έτσι, αποφεύγεται η μακρόχρονη ψυχική ταλαιπωρία και φθορά των συζύγων που έχουν απομακρυνθεί ψυχικά και σωματικά μεταξύ τους και δίνεται σ’ αυτούς η δυνατότητα να ζουν, σύμφωνα με τον τρόπο που θα επιλέξουν μετά τη λύση του γάμου τους, ήρεμα.
3. Στο Τρίτο Κεφάλαιο περιέχονται διατάξεις για:
α. την αυστηροποίηση της ποινικής μεταχείρισης όσων παραβιάζουν προσωρινές διαταγές δικαστηρίων, ώστε να είναι αποτελεσματικότερη η παρεχόμενη δικαστική προστασία σε εξαιρετικώς επείγουσες υποθέσεις, (όπως π.χ. προσωρινές διαταγές σε εργατικές απαιτήσεις, η είσπραξη από τους δικαιούχους της διατροφής που επιδικάζεται) και εισάγονται μεταβατικές διατάξεις για την εφαρμογή του νόμου αυτού και στις υιοθεσίες που τελέστηκαν πριν την έναρξη της ισχύος του.
β. τον Κώδικα του Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, διοικητικής φύσεως που διευκολύνουν την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων.
γ. Με σκοπό την επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης στο Συμβούλιο της Επικρατείας, περιέχονται διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες αφενός μεν ορίζεται ελάχιστος αριθμός δικαστών κατά την εκδίκαση των υποθέσεων στην Ολομέλεια, αφετέρου δε προβλέπεται η συμμετοχή στην Ολομέλεια δύο αναπληρωματικών μελών, προκειμένου να μην καθυστερεί η έκδοση των αποφάσεων σε περίπτωση που απουσιάζει κάποιο μέλος για λόγους υγείας. Οι νέες διατάξεις αυτές ικανοποιούν σχετικό αίτημα του ΣτΕ. Και τέλος,­
δ. μεταβατικές διατάξεις για την εφαρμογή του νόμου. ­




Β) ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ

«Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία και άλλες διατάξεις»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

«ΣΥΜΦΩΝΟ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ»
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Η συμβίωση προσώπων διαφορετικού φύλου χωρίς γάμο εμφανίζεται στις
σημερινές κοινωνίες με μεγαλύτερη συχνότητα από ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν. Ο
λόγος που οδηγεί στην «ελεύθερη συμβίωση» είναι κυρίως η επιλογή πολλών
ζευγαριών, που επιθυμούν μεν τη μόνιμη συμβίωση, αλλά σε πιο χαλαρή μορφή απ
αυτήν που γεννά ο γάμος.
Παλαιότερα, τόσο η κοινωνική συνείδηση, όσο και ο νόμος, αποδοκίμαζαν
την εξώγαμη συμβίωση. Αντίθετα, στις σημερινές κοινωνίες της ανεκτικότητας και
του σεβασμού στις ελεύθερες επιλογές, η εξώγαμη συμβίωση αναγνωρίζεται ως
διαφορετική, πιο χαλαρή μορφή κοινής ζωής. Έτσι, στην Ελλάδα υπολογίζεται
(σύμφωνα με έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών) ότι το ποσοστό
των γυναικών, οι οποίες επιλέγουν να συμβιώσουν εκτός γάμου, έστω και μία φορά,
στην ηλικιακή ομάδα 18-24 ετών έχει τριπλασιαστεί τα τελευταία 30 χρόνια. Ο
γάμος, πάντως, αποτελεί όλο και συχνότερα την κατάληξη ενός προϋπάρχοντος
μακροχρόνιου δεσμού, που έχει τη μορφή ελεύθερης συμβίωσης.
Η ελεύθερη συμβίωση, χωρίς καμία νομική υποχρέωση, αποτελεί και
στην Ελλάδα πλέον μία πραγματικότητα. Περίπου το 5% των παιδιών σήμερα στην
Ελλάδα, με αυξητικές τάσεις, υπολογίζεται (Eurostat 2004) ότι προέρχονται από
αυτές τις ελεύθερες συμβιώσεις, χωρίς κανενός είδους γάμου –θρησκευτικό ή
πολιτικό. Στις άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού νότου, το ποσοστό των παιδιών εκτός
γάμου ανέρχεται στο 10%, ενώ στις Σκανδιναβικές χώρες φθάνει στο 50%.
Σύμφωνα με υπεύθυνους υπολογισμούς, τα παιδιά που γεννήθηκαν εκτός
γάμου τα τελευταία έτη, ξεπερνούν τα 120.000, ενώ μείζονα προβλήματα, που
χρήζουν νομοθετικής αντιμετώπισης, αποτελούν πλέον οι απροστάτευτες γυναίκες,
μετά από χρόνια ελεύθερης συμβίωσης, και γενικά οι μονογονεϊκές οικογένειες, οι
οποίες φθάνουν σε αρκετές χιλιάδες και συνεχώς αυξάνονται.
Ασφαλώς η αξία του θρησκευτικού γάμου είναι και παραμένει μεγάλη και
ασύγκριτη και μαζί με τον πολιτικό γάμο αποτελούν την καλύτερη επιλογή για τα
ζευγάρια που θέλουν να δημιουργήσουν οικογένεια με όλες τις νομικές, οικονομικές
και κοινωνικές εγγυήσεις και προστασίες.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, εξάλλου, αξίζει να σημειωθεί ότι το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), εφαρμόζοντας το άρθρο 8 της
Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το οποίο
προστατεύει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, υπάγει στο προστατευτικό πεδίο της
διάταξης και την εξώγαμη συμβίωση (υπόθεση Johnston – 18.12.1986, υπόθεση
Saucedo Gomez – 26.1.1999).
H βαθμιαία, λοιπόν, μεταστροφή και εξέλιξη των κοινωνικών ηθών και των
αντίστοιχων αντιλήψεων στο πεδίο της εξώγαμης συμβίωσης γέννησε την ανάγκη για
νομοθετική αναγνώριση και ρύθμιση αυτής της πραγματικής κατάστασης, και
οδήγησε τις περισσότερες ευρωπαϊκές νομοθεσίες στη θέσπιση σχετικών νόμων. Οι
νόμοι αυτοί αφορούν είτε στην αναγνωρισμένη εξώγαμη συμβίωση ετερόφυλων ή/και
ομόφυλων προσώπων (Γαλλία, Pacte Civil de Solidarite, Δανία, Νορβηγία, Σουηδία
και Γερμανία), είτε στη θέσπιση της δυνατότητας σύναψης γάμου για ομόφυλα ζεύγη
(Βέλγιο, Ισπανία, Μεγ. Βρετανία, Ολλανδία).
Πρέπει να σημειωθεί ότι και το ελληνικό δίκαιο, από την πλευρά του, δεν
έμεινε αδιάφορο μέχρι σήμερα απέναντι στην «ελεύθερη ένωση». Είχε ήδη από το
1983 (ν. 1329/1983) αναφερθεί στο φαινόμενο αυτό, έστω με έμμεσο τρόπο, αλλά με
αποδοχή ορισμένων συνεπειών που επέσυρε η ύπαρξή του στη διατροφή
διαζευγμένων συζύγων (άρθρο 1444 §2 ΑΚ). Στη συνέχεια, ο νεώτερος νομοθέτης
του ν. 3089/2002, με τη διάταξη του άρθρ. 1456 §1 ΑΚ προχώρησε ακόμη
περισσότερο παρέχοντας στους ετερόφυλους συντρόφους, που ζουν ως άγαμο ζεύγος σε ελεύθερη ένωση, το δικαίωμα απόκτησης τέκνου με μεθόδους ιατρικώς
υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Την ίδια θέση απέναντι στην εξώγαμη συμβίωση
επανέλαβε και ο ν. 3305/2005, για την εφαρμογή των μεθόδων ιατρικώς
υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (π.χ. άρθρο 7 §§6 και 7, άρθρο 8 §2).
Το προκείμενο σχέδιο νόμου αφορά αποκλειστικά στην ελεύθερη συμβίωση
προσώπων διαφορετικού φύλου. Σκοπός των διατάξεών του είναι να θέσει ένα νομικό
πλαίσιο, και να ρυθμίσει συστηματικά αυτή τη μορφή συμβίωσης, οριοθετώντας με
τρόπο σαφή τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις των συμβιούντων
προσώπων. Οι ρυθμίσεις του έχουν ως αφετηρία την αρχή ότι στην ελεύθερη
συμβίωση επικρατεί η ελευθερία της βούλησης των προσώπων και όχι ο θεσμικός
χαρακτήρας, όπως συμβαίνει στον γάμο. Άμεση συνέπεια της παραδοχής αυτής είναι
ο αμιγώς συμβατικός τύπος που απαιτείται για την κατάρτιση του «συμφώνου
ελεύθερης συμβίωσης», η δυνατότητα που αναγνωρίζεται στα μέρη να ρυθμίσουν
συμβατικά τις περιουσιακές τους σχέσεις και το ελευθέρως διαλυτό του συμφώνου.
Ταυτόχρονα, όμως, το σχέδιο νόμου κατοχυρώνει την προστασία των τέκνων
που γεννώνται από το ζεύγος των συντρόφων (πατρότητα, επώνυμο, γονική μέριμνα)
και το κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος συντρόφου, εισάγοντας έτσι τις μόνες
ρυθμίσεις υποχρεωτικού χαρακτήρα, που κείνται εκτός της πρωτοβουλίας των
συμβιούντων προσώπων.
Από την προτεινόμενη νομοθετική αντιμετώπιση της ελεύθερης συμβίωσης
προκύπτει με σαφήνεια ότι αυτή αποτελεί ένα καθεστώς διαφορετικό από τον γάμο:
πρόκειται για μία εναλλακτική μορφή μόνιμης συμβίωσης και όχι για μία μορφή
«χαλαρού» γάμου.
Αυτό σημαίνει ότι δεν θίγεται, ούτε κλονίζεται στο ελάχιστο η αξία του γάμου
ως θεσμού, του οποίου η σύναψη, οι έννομες συνέπειες και η λύση υπάγονται σε
τελείως διαφορετικούς κανόνες αναγκαστικού δικαίου και ο οποίος εξακολουθεί να
ενδιαφέρει το ίδιο σοβαρά την πολιτεία και το κοινωνικό σύνολο.
ΙΙ. ΟΙ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 1
Στο άρθρο 1 του σχεδίου ορίζεται ότι η σύναψη του συμφώνου είναι
επιτρεπτή αποκλειστικά και μόνο σε πρόσωπα διαφορετικού φύλου και καθορίζεται ο
συστατικός τύπος του συμφώνου, που είναι το συμβολαιογραφικό έγγραφο,
καταρτιζόμενο αυτοπροσώπως από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Η έναρξη της ισχύος
του συμφώνου, για λόγους ασφαλείας των συναλλαγών, ορίζεται από την κατάθεση
αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου στον ληξίαρχο του τόπου της
κατοικίας των συμβληθέντων. Οι σχετικές λεπτομέρειες ως προς τη σύνταξη της
σχετικής ληξιαρχικής πράξης θα ρυθμιστούν με νομοθετικές τροποποιήσεις στο ν.
344/1976 «περί ληξιαρχικών πράξεων».
ΑΡΘΡΟ 2
Στο άρθρο 2 θεσπίζονται οι θετικές και αρνητικές (κωλύματα) προϋποθέσεις
για τη σύναψη του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης. Ειδικότερα, στην §1 ορίζεται
ότι απαιτείται πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα, χωρίς δυνατότητα απόκλισης.
Σχετικά με τις αρνητικές προϋποθέσεις, τις οποίες θεσπίζει η §2 υιοθετούνται τα ίδια
κωλύματα, που ισχύουν και για το γάμο, με εξαίρεση την πλάγια αγχιστεία. Κρίθηκε
ότι δεν θα πρέπει το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης να λειτουργεί σαν
υποκατάστατο του γάμου, όταν υπάρχουν κωλύματα για την τέλεση γάμου. Η εκ
πλαγίου, όμως, συγγένεια εξ αγχιστείας θεωρήθηκε ότι είναι υπερβολικό να εμποδίζει
τη σύναψη του συμφώνου.
Η §3 αποσαφηνίζει ότι η μη τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων επιφέρει την
ακυρότητα του συμφώνου.
ΑΡΘΡΟ 3
Στο άρθρο 3 καθιερώνεται σχετική ακυρότητα του συμφώνου, την οποία
μπορεί να προβάλλουν μόνο τα συμβληθέντα πρόσωπα και τρίτοι, που επικαλούνται
οικογενειακό ή περιουσιακό έννομο συμφέρον (π.χ. τα τέκνα από προηγούμενο γάμο
ή οι διεκδικούντες αποζημίωση από ασφαλιστική εταιρεία), καθώς και
αυτεπαγγέλτως ο εισαγγελέας, αν θίγεται η δημόσια τάξη (π.χ. σύμφωνο μεταξύ
στενών συγγενών).
Άκυρο, βεβαίως, μπορεί να είναι το σύμφωνο, τόσο για τους γενικούς λόγους
ακυρότητας των δικαιοπραξιών, όσο και για παράβαση των διατάξεων του νόμου.
Είναι ευνόητο ότι το σύμφωνο μπορεί να είναι ακυρώσιμο για ελαττώματα στη
βούληση των μερών, οπότε και εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις περί ακυρωσίας.
ΑΡΘΡΟ 4
Στο άρθρο 4 ρυθμίζονται οι τρόποι λύσης του συμφώνου, εκτός από τη λύση
του με θάνατο.
Έτσι, όπως ορίζει η §1, το σύμφωνο λύεται: α) με νέα, αντίθετη συμφωνία
των δύο μερών, η οποία γίνεται με τον ίδιο τύπο, όπως και η κατάρτισή του, δηλαδή
αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο, β) με μονομερή συμβολαιογραφική
δήλωση, η οποία επιφέρει τη λύση από τη στιγμή, κατά την οποία θα επιδοθεί με
δικαστικό επιμελητή στο άλλο μέρος και γ) αυτοδικαίως, αν συναφθεί γάμος, έστω
και άκυρος ή ακυρώσιμος, είτε μεταξύ των ίδιων των προσώπων που συμβιώνουν,
είτε μεταξύ ενός από αυτά και τρίτου προσώπου.
Στην §2 ορίζεται ότι η με οποιοδήποτε τρόπο λύση του συμφώνου πρέπει να
καταχωρείται, όπως και η κατάρτισή του, στο ειδικό βιβλίο του Ληξιαρχείου.
ΑΡΘΡΟ 5
Στο άρθρο 5 προβλέπεται ότι η κατάρτιση του συμφώνου ελεύθερης
συμβίωσης δεν μεταβάλλει το επώνυμο των προσώπων που το έχουν καταρτίσει.
Δίδεται, πάντως, η δυνατότητα στα μέρη να χρησιμοποιούν στις κοινωνικές τους
σχέσεις είτε κοινό επώνυμο είτε ο ένας να προσθέτει στο δικό του το επώνυμο του
άλλου.

ΑΡΘΡΟ 6
Το άρθρο 6 αφορά στις περιουσιακές σχέσεις των συμβαλλομένων. Σύμφωνα
με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου, τα πρόσωπα που καταρτίζουν σύμφωνο
ελεύθερης συμβίωσης, μπορούν να ρυθμίσουν και τις περιουσιακές τους σχέσεις είτε
με ειδικότερες συμφωνίες που εντάσσονται στο αρχικό σύμφωνο είτε με
μεταγενέστερη συμφωνία, που περιβάλλεται τον τύπο του συμβολαιογραφικού
εγγράφου.
Ειδικά για ό,τι αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου, η τύχη του, μετά
τη λύση του, καθορίζεται καταρχήν από τη σχετική συμφωνία των μερών, την αρχική
ή τη μεταγενέστερη. Αν δεν υπάρχει παρόμοια συμφωνία, προβλέπεται αξίωση στα
αποκτήματα, εφόσον αποδειχθεί από τον ενάγοντα η ύπαρξη και η έκταση της
συμβολής. Δεν υπάρχει, δηλαδή, τεκμήριο συμβολής. Η αξίωση μπορεί να στραφεί
και κατά των κληρονόμων του υποχρέου, δεν κληρονομείται, όμως, από τους
κληρονόμους του δικαιούχου, ούτε γεννάται στο πρόσωπό τους. Επίσης, η αξίωση
δεν εκχωρείται. Παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση του συμφώνου, δηλαδή από
το θάνατο, τη σύναψη γάμου (με τρίτο πρόσωπο), τη χρονολογία της συμφωνίας για
τη λύση του συμφώνου ή τη χρονολογία, κατά την οποία επιδόθηκε η μονομερής
δήλωση για τη λύση του.
ΑΡΘΡΟ 7
Στο άρθρο 7 αντιμετωπίζεται η διατροφή μετά τη λύση του συμφώνου.
Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, τα μέρη μπορούν είτε με το συμβολαιογραφικό
συστατικό σύμφωνο, είτε με μεταγενέστερη συμβολαιογραφική συμφωνία να
προβλέψουν συμβατική υποχρέωση διατροφής, για μετά τη λύση του συμφώνου. Η
συμβατική αυτή αξίωση διατροφής είναι έγκυρη μόνο για την περίπτωση κατά την
οποία, μετά τη λύση του συμφώνου, θα υπάρχει αδυναμία αυτοδιατροφής (απορία),
του ενός μέρους και δυνατότητα παροχής της (ευπορία) του άλλου υπό την έννοια
των άρθρων 1486 §1 και 1487 εδ. α΄ ΑΚ. Δεν κρίνεται, δηλαδή, σκόπιμο να
συμφωνείται υποχρέωση διατροφής, που θα τείνει στον πλουτισμό του άλλου.
Η συμφωνία για διατροφή δεν ισχύει, αν το σύμφωνο λυθεί με θάνατο, οπότε
θα υπάρχει κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος προσώπου και επομένως η
συμβατική υποχρέωση διατροφής δεν βαρύνει τους κληρονόμους του υποχρέου. Η
συμφωνία δεν ισχύει, επίσης, αν το σύμφωνο λυθεί αυτοδικαίως με τον γάμο ενός
από τα συμβιούντα πρόσωπα με τρίτον, ή αν είναι άκυρο.
Στην §2 την οποία συμπληρώνει η §4 προβλέπεται ότι ο δικαιούχος διατροφής
συμπορεύεται με τον διαζευγμένο σύζυγο του υποχρέου, πράγμα που σημαίνει ότι
(όπως ορίζεται και στις γενικές διατάξεις περί διατροφής) συμπορεύεται και με τους
ανήλικους κατιόντες, αλλά προηγείται κάθε άλλου δικαιούχου (π.χ. ενήλικων τέκνων
ή γονέων του υποχρέου).
Κατά την §3, ο υπόχρεος της συμβατικής αξίωσης διατροφής δεν μπορεί να
επικαλεσθεί την υποχρέωση αυτή, προβάλλοντας την κατά το άρθρο 1487 ΑΚ
ένσταση διακινδύνευσης, όταν υποχρεούται εκ του νόμου σε συνεισφορά για τις
οικογενειακές ανάγκες, βάσει των άρθρων 1389-1390 ΑΚ, ή σε διατροφή συζύγου ή
(και) ανήλικων τέκνων του, είτε από την ελεύθερη συμβίωση, είτε από γάμο, είτε
εκούσια ή δικαστικά αναγνωρισμένων, είτε υιοθετημένων.
ΑΡΘΡΟ 8
Με το άρθρο 8 καθιερώνεται μαχητό τεκμήριο πατρότητας για τον άνδρα που
συνήψε σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης με τη μητέρα του τέκνου, εφόσον αυτό
γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση
ή την αναγνώριση της ακυρότητας ή την ακύρωσή του. Αν αναγνωρισθεί η
ακυρότητα του συμφώνου ή αν αυτό ακυρωθεί, το τεκμήριο εξακολουθεί να ισχύει.
Για την προσβολή του τεκμηρίου ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του Αστικού
Κώδικα για την προσβολή πατρότητας τέκνου καταγόμενου από γάμο (ΑΚ 1466 επ.),
καθώς και τα άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ.
ΑΡΘΡΟ 9
Με το άρθρο 9 ρυθμίζεται το επώνυμο των τέκνων, το οποίο επιλέγεται από
τα πρόσωπα που συνάπτουν το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης με κοινή αμετάκλητη
δήλωσή τους. Η δήλωση αυτή περιέχεται είτε στο συμβολαιογραφικό έγγραφο με το
οποίο συστήνεται το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, είτε σε μεταγενέστερο
συμβολαιογραφικό έγγραφο, που όμως καταρτίζεται πριν από τη γέννηση των
τέκνων. Η ρύθμιση είναι ανάλογη με ό,τι ισχύει για τα τέκνα τα καταγόμενα από
γάμο, με τη διαφορά ότι η παράλειψη της παραπάνω δήλωσης δεν συνεπάγεται την
επικράτηση του επωνύμου του πατέρα, αλλά επισύρει διπλό επώνυμο, συντιθέμενο
από το επώνυμο και των δύο γονέων. Τέλος, διευκρινίζεται ο τρόπος που θα
σχηματιστεί το επώνυμο του τέκνου όταν το επώνυμο του ενός ή και των δύο γονέων
είναι και αυτό σύνθετο.
ΑΡΘΡΟ 10
Το άρθρο 10 αναφέρεται στη γονική μέριμνα τέκνων που γεννήθηκαν κατά τη
διάρκεια συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση
ή την αναγνώριση της ακυρότητάς του. Όπως συμβαίνει και με το επώνυμο, έτσι και
στο ζήτημα της γονικής μέριμνας, τα τέκνα αυτά εξομοιώνονται απολύτως με τα
τέκνα τα καταγόμενα από γάμο. Τόσο κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, όσο και μετά
τη λύση του συμφώνου, ισχύουν αναλόγως οι σχετικές διατάξεις του Αστικού
Κώδικα (και του ΚΠολΔ) για τα τέκνα τα καταγόμενα από γάμο.
ΑΡΘΡΟ 11
Με το άρθρο 11 ρυθμίζονται οι κληρονομικές σχέσεις των προσώπων που
έχουν συνάψει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Το άρθρο αναγνωρίζει κληρονομικό
δικαίωμα εξ αδιαθέτου και δικαίωμα νόμιμης μοίρας στον σύντροφο που επιζεί. Το εξ
αδιαθέτου, όμως, ποσοστό του επιζώντος συντρόφου είναι μειωμένο, σε σχέση με
εκείνο του επιζώντος συζύγου. Ανέρχεται στο 1/6 της κληρονομίας, αν συντρέχει με
κληρονόμους της πρώτης τάξης, δηλαδή, με κατιόντες του κληρονομουμένου, είτε
αυτοί προέρχονται από την ελεύθερη συμβίωση, είτε από γάμο, είτε από εξώγαμη
(και εκτός συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης) σχέση και υπάρχει αναγνώριση της
πατρότητας. Ανέρχεται δε στο 1/3, αν ο επιζών σύντροφος συντρέχει με κληρονόμους
των υπόλοιπων τάξεων. Αν δεν υπάρχει κανείς συγγενής που να κληρονομεί εξ
αδιαθέτου τον κληρονομούμενο, τότε ο επιζών σύντροφος καλείται σε ολόκληρη την
κληρονομία. Ανάλογη είναι και η ρύθμιση (§2) της νόμιμης μοίρας του επιζώντος,
της οποίας το ποσοστό ανέρχεται στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας που του
αναλογεί, όπως οριοθετείται στην §1 του άρθρου. Η διαφορετική αυτή μεταχείριση
δικαιολογείται από τη χαλαρότερη μορφή της ελεύθερης συμβίωσης σε σχέση με το
γάμο.
Τέλος, στην §3 θεσπίζεται ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση θανάτου
του ενός συντρόφου των διατάξεων του ΑΚ για την αποκλήρωση του νόμιμου
μεριδούχου (1839 επ.) και εκείνων για την κληρονομική αναξιότητα (1860 επ.).

ΑΡΘΡΟ 12
Το άρθρο 12 επεκτείνει την εφαρμογή του άρθρου 256 περίπτ. 1 ΑΚ και στα
πρόσωπα που έχουν καταρτίσει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, δεδομένου ότι οι
ίδιοι λόγοι που δυσχεραίνουν την άσκηση αξιώσεων, όσο διαρκεί ο γάμος, ισχύουν
και για τα πρόσωπα αυτά, όσο διαρκεί το σύμφωνο.
ΑΡΘΡΟ 13
Με το άρθρο 13 το ελληνικό δίκαιο εφαρμόζεται στις προσωπικές και
περιουσιακές σχέσεις των προσώπων που έχουν καταρτίσει σύμφωνο ελεύθερης
συμβίωσης, στις σχέσεις τους με τα τέκνα, που γεννήθηκαν από τη συμβίωσή τους,
καθώς και στις κληρονομικές σχέσεις, εφόσον το σύμφωνο έχει συναφθεί στην
Ελλάδα. Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε αναγκαία, αφού το νομικό καθεστώς που διέπει την
ελεύθερη συμβίωση στις διάφορες χώρες παρουσιάζει μεγάλες διαφορές, με συνέπεια
η εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου, με βάση κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, να
οδηγεί σε ανασφάλεια δικαίου.
Στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου απλώς αποσαφηνίζεται ότι όταν το σύμφωνο
έχει συναφθεί σε άλλο Κράτος, εφαρμόζεται το δίκαιο που ορίζουν οι κανόνες ΙΔΔ
του Κράτους αυτού, δηλαδή του forum, όποια εθνικότητα και αν έχουν τα
συμβληθέντα πρόσωπα.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

T ΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ.

ΥΙΟΘΕΣΙΑ – ΔΙΑΖΥΓΙΟ :Με τα άρθρα 14-19 του σχεδίου τροποποιούνται τα
άρθρα 1439, 1515,1552, 1553, 1565 και 1589 του ΑΚ, το άρθρο 800 του ΚΠολΔ και
διατάξεις του ν. 2447/1996 και του π.δ. 226/1999. Έτσι, ρυθμίζονται θέματα για το
αμάχητο τεκμήριο του ισχυρού κλονισμού του γάμου που ορίζεται διετούς αντί της
ισχύουσας τετραετούς διάστασης, το συναινετικό διαζύγιο, τη γονική μέριμνα των εκτός
γάμου τέκνων και επιμέρους ζητήματα της υιοθεσίας, που σκοπόν έχουν να βελτιώσουν
τη λειτουργία του θεσμού προς την κατεύθυνση της ταχύτερης, αλλά και ασφαλέστερης
τέλεσης της υιοθεσίας. Ειδικότερα, ρυθμίζονται : α. δύο θέματα της διαδικασίας της
υιοθεσίας ενώπιον του δικαστηρίου (αναπλήρωση της συναίνεσης των γονέων, δυνητική ακρόαση των συγγενών του υιοθετουμένου), β. η δυνατότητα απάλειψης του κυρίου ονόματος του υιοθετουμένου, αν τούτο επιβάλλεται από το συμφέρον του, γ. η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, η οποία διευρύνεται σε περιπτώσεις υιοθεσίας και τέλος δ. θέματα διοικητικής διαδικασίας για την υιοθεσία.

ΙΙ. ΟΙ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ :

ΑΡΘΡΟ 14
Mε το άρθρο 14 του παρόντος σχεδίου νόμου, προβλέπεται ότι ο ισχυρός
κλονισμός του γάμου τεκμαίρεται αμάχητα όταν οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση
από δύο, τουλάχιστον, χρόνια. Η ρύθμιση αυτή κατέστη αναγκαία, μετά τη
διαπίστωση από την εφαρμογή της ρύθμισης της τετραετούς διάστασης ως αμάχητου
τεκμηρίου, με το άρθρο 16 του Νόμου 1329/1983, ότι ο τελικός χρόνος λύσης του
γάμου, στην πραγματικότητα, βραδύνει και στις περισσότερες των περιπτώσεων
υπερβαίνει την εξαετία. Τούτο οφείλεται, κυρίως, στη μεγάλη αύξηση του φόρτου
των υποθέσεων στα δικαστήρια. Στην εξομάλυνση της καταστάσεως αυτής και τη
λύση του γάμου με βάση τον παραπάνω λόγο μέσα σε εύλογο χρόνο, λαμβανομένων
υπόψη των ως άνω συνθηκών, αποσκοπεί η ρύθμιση αυτή, που ορίζει τον χρόνο της
διάστασης, ως αμάχητο τεκμήριο ισχυρού κλονισμού του γάμου, σε δύο χρόνια.
ΑΡΘΡΟ 15
Με τη ρύθμιση του άρθρου 15, τροποποιείται το άρθρο 1515 του ΑΚ, ώστε ο
πατέρας που αναγνωρίζει το τέκνο, εκούσια ή δικαστικά, να μπορεί να συνασκεί τη
γονική μέριμνα, εφόσον υπάρχει συμφωνία με την μητέρα. Επίσης, δίνεται η
δυνατότητα ασκήσεως της γονικής μέριμνας και από τον αντιδικήσαντα πατέρα, στην
περίπτωση που υπάρχει προς τούτο συμφωνία των γονέων.
ΑΡΘΡΟ 16
Η προτεινόμενη, με το άρθρο 16 του παρόντος, τροποποίηση της περιπτώσεως
γ΄ του άρθρου 1552 ΑΚ έχει σκοπό να διευκολύνει τη διαδικασία της υιοθεσίας στην
περίπτωση που οι φυσικοί γονείς του υιοθετούμενου, κατόπιν της παροχής της
γενικής εξουσιοδότησης του άρθρου 1554 ΑΚ, κατέστησαν άγνωστης διαμονής και,
κατά συνέπεια, είναι αδύνατο να συναινέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με
το άρθρο 1550 ΑΚ, για την ολοκλήρωση της υιοθεσίας. Το Δικαστήριο, με
απόφαση του, θα δύναται να αναπληρώσει τη συναίνεση τους, υπό την
απαραίτητη προϋπόθεση της απόδειξης ενώπιον του Δικαστηρίου ότι κατέστησαν
αγνώστου διαμονής, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας για παροχή της γενικής
εξουσιοδότησης του άρθρου 1554 ΑΚ. Με την προτεινόμενη προσθήκη, πέραν της
διευκόλυνσης και επιτάχυνσης της υιοθεσίας, λαμβάνεται υπόψη και η ανάγκη
προστασίας των δικαιωμάτων του παιδιού, με σκοπό τη μικρότερη δυνατή
παραμονή του σε ίδρυμα και την ταχεία ένταξή του στη θετή οικογένεια. Έτσι, αν
αποδεικνύεται ότι οι φυσικοί γονείς κατέστησαν άγνωστης διαμονής κατόπιν της
παροχής της γενικής εξουσιοδότησης του άρθρου 1554 ΑΚ και είναι αδύνατο να
συναινέσουν οι ίδιοι ενώπιον του δικαστηρίου, όπως ορίζει το άρθρο 1550 ΑΚ,
συντρέχει λόγος δικαστικής αναπλήρωσης της συναίνεσης τους για την υιοθεσία του
τέκνου τους. Οπότε, συμπερασματικά, αν μεν οι φυσικοί γονείς είναι εξαρχής
άγνωστοι, εφαρμόζεται η περ. α΄ του άρθρου 1552- αν πρόκειται για γνωστούς γονείς,
άγνωστης διαμονής, που δεν έχουν δώσει γενική εξουσιοδότηση (η οποία άλλωστε
απαιτείται μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 1554 ΑΚ), η συναίνεσή
τους αναπληρώνεται βάσει της περ. γ΄, όπως ίσχυε μέχρι σήμερα- αν, τέλος, οι γονείς
είναι γνωστοί, και έχουν δώσει την απαιτούμενη από το άρθρο 1554 γενική
εξουσιοδότηση, αλλά στη συνέχεια χάθηκαν και κατέστησαν αγνώστου διαμονής,
τότε, από τώρα και στο εξής, θα αναπληρώνεται η συναίνεση τους βάσει της
προτεινόμενης τροποποίησης της περ. γ΄. Μη αναπλήρωση της συναίνεσης των εκ
των υστέρων αγνώστου διαμονής γονέων και στήριξη της διαδικασίας μόνο στη
δοθείσα γενική εξουσιοδότηση θα σήμαινε παράκαμψη της συναίνεσης των
φυσικών γονέων και θα προσέκρουε στις επιταγές του Συντάγματος (άρθρο 5§1), ως
αποτελούσα υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας τους. Επί πλέον θα ήταν αντίθετη
προς τα άρθρα 9 και 21 της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού. Θα
πρέπει εξάλλου να ληφθεί υπόψη και το Σχέδιο του Συμβουλίου της Ευρώπης (του
οποίου επίκειται η ψήφιση από τα Κράτη μέλη) για την αναθεώρηση της Ευρωπαϊκής
Σύμβασης για την υιοθεσία ανηλίκων του 1967, το άρθρο 5 του οποίου προβλέπει
την ύπαρξη ισχυρής, μη ανακληθείσας συναίνεσης των γονέων κατά την τέλεση της
υιοθεσίας.

ΑΡΘΡΟ 17

Με την τροποποίηση του άρθρου 1553 ΑΚ, δίδεται η ευχέρεια στο δικαστήριο
που αποφασίζει για την αναπλήρωση της συναίνεσης των φυσικών γονέων ή του
επιτρόπου, να ζητήσει την γνώμη των πλησιέστερων συγγενών του προς υιοθεσία
ανηλίκου. Η καθιέρωση δυνατότητας ακρόασης των πλησιέστερων συγγενών και όχι
υποχρέωσης ακρόασής τους – όπως προέβλεπε το άρθρο 1553 ΑΚ προ της
προτεινόμενης τροποποίησής του – συμβαδίζει αφ’ ενός με τα γενικώς ισχύοντα κατά
την εκδίκαση της σχετικής αιτήσεως (εκούσια δικαιοδοσία), αφετέρου δε με την
πρακτική ανάγκη να εκτιμήσει το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση χωριστά, αν είναι
σκόπιμη η ακρόαση των συγγενών. Το δικαστήριο θα κρίνει σταθμίζοντας την
εγγύτητα της συγγένειας, την ουσιαστική σχέση με τον μη συναινούντα γονέα, τη
μυστικότητα της υιοθεσίας, την ανάγκη προστασίας και το συμφέρον του ανηλίκου,
αλλά και την ανάγκη προστασίας της προσωπικότητας του μη συναινούντος γονέως
κλπ. Αν εκτιμήσει ότι είναι σκόπιμη η ακρόαση των συγγενών, θα διατάξει την
ακρόασή τους, αν είναι εφικτή. Αν όχι, θα την παραλείψει και θα προχωρήσει στην
αναπλήρωση της ελλείπουσας συναίνεσης, χωρίς να ακροασθεί τους συγγενείς.
ΑΡΘΡΟ 18
Το άρθρο 1565 τροποποιείται με το άρθρο 18 του παρόντος, ώστε, παράλληλα
με τη δυνατότητα της προσθήκης και νέου κυρίου ονόματος του θετού τέκνου, να
προβλέπεται πλέον και η δυνατότητα απάλειψης του κυρίου ονόματος που έφερε το
τέκνο προ της υιοθεσίας, εφόσον όμως η απάλειψη είναι προς το συμφέρον του
τέκνου. Τούτο θα συμβαίνει ιδίως αν το τέκνο προ της υιοθεσίας έφερε όνομα το
οποίο ηχεί ξένο προς την κοινωνική πραγματικότητα, παραπέμποντας στην καταγωγή
του τέκνου, προδίδοντας έτσι την υιοθεσία και παραβιάζοντας την μυστικότητά της.
Η ευχέρεια αυτή μπορεί να ασκηθεί μεταξύ δύο χρονικών ορίων : Το πρώτον μετά
την τέλεση της υιοθεσίας, διότι κρίθηκε επικίνδυνο δια της αποφάσεως της υιοθεσίας
να αλλάξουν δια μιας όλα τα στοιχεία της αστικής ταυτότητας του θετού τέκνου
(επώνυμο και όνομα). Αλλά εντός έτους από την τελεσιδικία της αποφάσεως, ώστε να
αίρεται η εκκρεμότητα περί την αστική ταυτότητα του τέκνου και να εντάσσεται αυτό
πλέον ομαλώς στη θετή οικογένεια και στο λοιπό κοινωνικό περιβάλλον (σχολείο
κλπ.). Η προθεσμία του έτους αφορά στην υποβολή της αιτήσεως για την απάλειψη
του ονόματος. Δηλαδή σύμφωνα με το τροποποιημένο άρθρο 1565, ο θετός γονέας
έχει την ευχέρεια κατά τη δίκη της υιοθεσίας να προσθέσει και άλλο κύριο όνομα (με
την επιφύλαξη της παρ. 2). Και εντός έτους από την τέλεση της υιοθεσίας μπορεί να
ζητήσει, εφόσον το επιθυμεί και τούτο είναι προς το συμφέρον του τέκνου, την
απάλειψη του κύριου ονόματος που έφερε ο υιοθετούμενος προ της υιοθεσίας, ώστε
να παραμείνει μόνον το κύριο όνομα που προστέθηκε κατά την υιοθεσία. Αρμόδιο
δικαστήριο είναι το δικαστήριο της υιοθεσίας. Με την μεταβατική διάταξη δίδεται η
ευχέρεια απάλειψης κύριου ονόματος και για τις ήδη τελεσθείσες υιοθεσίες, εφόσον
κατατεθεί η σχετική αίτηση εντός έτους από της ισχύος του νόμου.
ΑΡΘΡΟ 19
Το άρθρο 19 του παρόντος σχεδίου, μετά τις εισαγόμενες νέες ρυθμίσεις για
την υιοθεσία και σε εναρμόνιση προς αυτές του άρθρου 1589 του ΑΚ, που
τροποποιείται με αυτό, ορίζει ποιοι ανήλικοι και υπό ποιες προϋποθέσεις, τελούν υπό
επιτροπεία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 20
Με το άρθρο 20 προστίθενται δεύτερο και τρίτο εδάφιο στην § 1 του άρθρου
800 ΚΠολΔ και ρυθμίζεται το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών
δικαστηρίων στις περιπτώσεις εκείνες που δεν υφίσταται μεν ο σύνδεσμος της
συνήθους διαμονής του υιοθετούντος ή του υιοθετουμένου στην ελληνική επικράτεια,
ωστόσο οι τελευταίοι ή ένας από αυτούς έχουν την ελληνική ιθαγένεια. Κρίνεται
σκόπιμη η θέσπιση της ελληνικής ιθαγένειας ως συνδέσμου θεμελιωτικού της
διεθνούς δικαιοδοσίας, ο οποίος ευρίσκεται σε διαζευκτική συρροή με τον σύνδεσμο
της συνήθους διαμονής του υιοθετούντος ή του υιοθετουμένου, αφού με τον τρόπο
αυτό καθίσταται δυνατή η τέλεση υιοθεσίας ενώπιον των ημεδαπών δικαστηρίων
όταν οι συμμετέχοντες που συνδέονται με τον δεσμό της ιθαγένειας με την ελληνική
έννομη τάξη.
ΑΡΘΡΟ 21
Με το άρθρο 21 κρίνεται απαραίτητη η τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 7
ν. 2447/1996, καθώς η έννοια του εύλογου χρόνου για την ανακοίνωση της
παράδοσης του προς υιοθεσία παιδιού στους υποψήφιους θετούς γονείς, στην
αρμόδια κοινωνική υπηρεσία, η οποία είχε καθιερωθεί, δημιουργούσε ερμηνευτικά
προβλήματα στην διοικητική πρακτική, τα οποία με την προτεινόμενη θέσπιση της
αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός, θα αποφευχθούν.
ΑΡΘΡΟ 22
Η ρύθμιση, που εισάγει το άρθρο 22 του παρόντος σχεδίου επιλύει το
πρόβλημα που είχε παρουσιαστεί από την μέχρι σήμερα ρύθμιση της παρ. 2 του
άρθρου 4 π.δ. 226/1999, σύμφωνα με το οποίο στην περίπτωση της μη αποστολής
στοιχείων του υιοθετούμενου παιδιού, ιδίως του κοινωνικού και ιατρικού
ιστορικού του, η ελληνική κοινωνική υπηρεσία υποχρεούνταν στην αποστολή
αρνητικής έκθεσης για τους υποψήφιους θετούς γονείς. Η προτεινόμενη ρύθμιση
προβλέπει την μη αποστολή της έκθεσης, αντί της υποχρέωσης αποστολής
αρνητικής έκθεσης, προκειμένου έτσι να διασφαλίζονται τα συμφέροντα των
υποψήφιων θετών γονέων του υιοθετούμενου αλλά και η δημόσια τάξη.
ΑΡΘΡΟ 23
Με το άρθρο 23 γίνεται προσπάθεια ενίσχυσης της δικαστικής προστασίας
δικαιωμάτων, για τα οποία έχει εκδοθεί προσωρινή διαταγή. Έτσι, η μη συμμόρφωση
σε προσωρινή διαταγή δικαστηρίου επισύρει, πλέον, βαρύτερη ποινή.
ΑΡΘΡΟ 24
Με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 24 καταργείται ο θεσμός του επόπτη
ανακριτών, που είχε θεσπισθεί με το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 3327/2005 (σχ. και άρθρο
1 παράγραφος 12 του ν. 3514/2006). Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν απέδωσε
τα αναμενόμενα αποτελέσματα ως προς το συντονισμό και την επιτάχυνση του
ανακριτικού έργου. Εξάλλου η ανώτατη διεύθυνση της ανάκρισης ανήκει στον
Εισαγγελέα Εφετών, σύμφωνα με το άρθρο 35 Κ.Ποιν.Δ. Περαιτέρω εποπτεία,
συντονισμός και υποβοήθηση του ανακριτικού έργου γίνεται και από τους κατά
περίπτωση αρμοδίους Προέδρους Πρωτοδικών και Προέδρους Εφετών. Είναι
προφανές ότι είναι περιττή η ανάθεση καθηκόντων Επόπτη Ανακριτών και σε άλλους
δικαστές. Επομένως η σχετική με το θέμα αυτό ως άνω διάταξη πρέπει να
καταργηθεί, ώστε οι ορισθέντες Επόπτες των Ανακριτών να απασχολούνται
αποκλειστικά με το δικαιοδοτικό τους έργο.
Με τη δεύτερη παράγραφο καθορίζεται στο ένα έτος η διάρκεια της θητείας
των δικαστικών λειτουργών, που αποσπώνται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για την
εκτέλεση νομοπαρασκευαστικού έργου. Δίδεται, πάντως, δυνατότητα, ανάλογα και
με τις ανάγκες του Υπουργείου Δικαιοσύνης, της ετήσιας ανανέωσης της θητείας
αυτής, μέχρι όμως την συμπλήρωση, κατ’ ανώτατο όριο, πενταετίας.
Ο Κώδικας περί του Οργανισμού των Δικαστηρίων και Κατάστασης των
Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988), έχει υποστεί αλλεπάλληλες τροποποιήσεις
και προσθήκες. Με την προτεινόμενη διάταξη, προβλέπεται η κωδικοποίηση, με
προεδρικό διάταγμα, των σχετικών διατάξεων, χωρίς αλλοίωση του περιεχομένου
τους.
ΑΡΘΡΟ 25
Με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 25 δίδεται η ορθή ερμηνεία της
παραγράφου 4 του άρθρου 52 του Ν. 3689/2008 και διασαφηνίζεται ότι τα
αναπληρωματικά μέλη του Συμβουλίου είναι ισάριθμα, κατά περίπτωση, με τα
τακτικά και κατά τη σειρά των ψήφων που έλαβε ο καθένας. Εξάλλου, με τη δεύτερη
παράγραφο διευκρινίζεται, προς άρση κάθε ενδεχόμενης αμφισβητήσεως, ότι κατά
τον διαγωνισμό του έτους 2008 για την εισαγωγή σπουδαστών στην Εθνική Σχολή
Δικαστικών Λειτουργών εφαρμόζονται, σχετικά με τα προσόντα που πρέπει να έχουν
οι υποψήφιοι , τα όρια ηλικίας αυτών καθώς και ως προς τις ξένες γλώσσες, οι
διατάξεις του ν. 2236/1994.
ΑΡΘΡΟ 26
Δεδομένης της βαθμιαίας αυξήσεως των θέσεων Αντιπροέδρων και
Συμβούλων της Επικρατείας, αυξάνεται αντιστοίχως και το όριο της απαρτίας για τη
σύνθεση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, όταν συνεδριάζει ως δικαστικός
σχηματισμός, με συνέπεια, λόγω του μεγάλου αριθμού συμμετεχόντων, να
καθίσταται ενίοτε δυσχερής η εποικοδομητική ανταλλαγή απόψεων κατά τη
διάσκεψη και να μειώνεται η αποτελεσματικότητα του σχηματισμού. Από την άλλη
πλευρά, ο κατ’ αναλογία σημαντικός αριθμός συμμετεχόντων μελών συντείνει στην
διασφάλιση της αντιπροσωπευτικότητας του σχηματισμού και στη διάλυση κάθε
υποψίας επιρροών για την εκάστοτε συγκρότησή του. Επελέγη, ως εκ τούτου, ως όριο
απαρτίας ο αριθμός των 27 μελών με αποφασιστική ψήφο. Ο αριθμός αυτός θα
παραμένει σταθερός, ανεξαρτήτως των τυχόν εκάστοτε αυξήσεων του αριθμού των
μελών με αποφασιστική ψήφο. Εξάλλου, λόγω του πολυμελούς της συνθέσεως της
Ολομελείας και των αλλεπαλλήλων ενίοτε διασκέψεων που απαιτούνται για κάθε
υπόθεση, συμβαίνει, σε περίπτωση παροδικού κωλύματος και ενός μόνον μέλους, να
μην καθίσταται δυνατόν να ολοκληρωθούν οι διασκέψεις σε σύντομο σχετικώς
χρόνο, με συνέπεια να καθυστερεί η έκδοση αποφάσεων, και μάλιστα επί υποθέσεων,
οι οποίες είναι, κατά τεκμήριο, οι σημαντικότερες του Δικαστηρίου. Για τον λόγο
αυτόν, προβλέπεται με την προτεινόμενη διάταξη η συμμετοχή στην Ολομέλεια δύο
επιπλέον μελών καθώς και ενός Παρέδρου, ως αναπληρωματικών, και ρυθμίζονται τα
σχετικά με τη διαδικασία συμμετοχής των μελών αυτών ζητήματα.
ΑΡΘΡΑ 27-28 Με το άρθρο 27
προβλέπονται μεταβατικές διατάξεις για την υιοθεσία ενώ με το
ακροτελεύτιο άρθρο του νομοσχεδίου καθορίζεται η έναρξη ισχύος του, που αρχίζει
από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν σε
επιμέρους διατάξεις ορίζεται διαφορετικά.



Γ)       ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ

«Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία και
άλλες διατάξεις»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
«ΣΥΜΦΩΝΟ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ»
ΑΡΘΡΟ 1
Σύσταση
Η συμφωνία δύο ενήλικων ετερόφυλων προσώπων με την οποία οργανώνουν τη συμβίωσή τους (σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης), καταρτίζεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η ισχύς της συμφωνίας αρχίζει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου στον ληξίαρχο του τόπου κατοικίας τους, το οποίο καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο του Ληξιαρχείου.
ΑΡΘΡΟ 2
Προϋποθέσεις
1. Για τη σύναψη συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης απαιτείται πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα.
2. Δεν επιτρέπεται η σύναψη συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης:
α) αν υπάρχει γάμος ή σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης των ενδιαφερόμενων
προσώπων ή του ενός από αυτά,
β) μεταξύ συγγενών εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριορίστως και εκ πλαγίου μέχρι και τον τέταρτο βαθμό, καθώς και μεταξύ συγγενών εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριορίστως και
γ) μεταξύ εκείνου που υιοθέτησε και αυτού που υιοθετήθηκε.
3. Η παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου συνεπάγεται την ακυρότητα του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης.
ΑΡΘΡΟ 3
Ακυρότητα του συμφώνου
Την κατά το προηγούμενο άρθρο ακυρότητα του συμφώνου ελεύθερης
συμβίωσης μπορεί να επικαλεσθεί, εκτός από τους συμβληθέντες, και όποιος
προβάλλει έννομο συμφέρον οικογενειακής ή περιουσιακής φύσης. Ο εισαγγελέαςμπορεί να ζητήσει αυτεπαγγέλτως την αναγνώριση της ακυρότητας, αν το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης αντίκειται στη δημόσια τάξη.
ΑΡΘΡΟ 4
Λύση
1. Το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης λύεται: α) με συμφωνία των συμβληθέντων, που γίνεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο, β) με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, αφότου αυτή κοινοποιηθεί με δικαστικό επιμελητή στονάλλον και γ) αυτοδικαίως, αν συναφθεί γάμος είτε μεταξύ των συμβληθέντων, είτε μεταξύ ενός από αυτούς και τρίτου.
2. Σε κάθε περίπτωση, η λύση του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης καταχωρείται στο ειδικό βιβλίο, όπου έχει καταχωρηθεί και η σύσταση αυτού.
ΑΡΘΡΟ 5
Επώνυμο
Το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης δεν μεταβάλλει το επώνυμο των συμβληθέντων.
Ο καθένας μπορεί, εφόσον συγκατατίθεται ο άλλος, να χρησιμοποιεί στις κοινωνικές σχέσεις το επώνυμο του άλλου ή να το προσθέτει στο δικό του.
ΑΡΘΡΟ 6
Περιουσιακές σχέσεις
Με το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης ή και με μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο μπορεί να ρυθμίζονται οι περιουσιακές σχέσεις των συμβληθέντων και ιδίως η τύχη των περιουσιακών στοιχείων που θα αποκτηθούν κατά τη διάρκεια του συμφώνου (αποκτήματα). Αν δεν υπάρχει συμφωνία για τα αποκτήματα, το κάθε μέρος έχει, μετά τη λύση του συμφώνου, αξίωση κατά του άλλου για ό,τι αυτό απέκτησε και με τη δική του συμβολή. Η αξίωση αυτή δεν γεννάται στο πρόσωπο των κληρονόμων του δικαιούχου, δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται από αυτούς, στρέφεται όμως κατά των κληρονόμων του υποχρέου. Η αξίωση παραγράφεται δύο έτη μετά τη λύση του συμφώνου.
ΑΡΘΡΟ 7
Διατροφή μετά τη λύση
1. Στο σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης ή και σε μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό
έγγραφο μπορεί να περιέχεται συμφωνία με την οποία αναλαμβάνεται, είτε από το
ένα ή το άλλο μέρος είτε και αμοιβαίως, υποχρέωση διατροφής μόνο για την
περίπτωση κατά την οποία, μετά τη λύση του συμφώνου, το ένα από τα μέρη δεν
μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματά του ή από την περιουσία
του. Δεν έχει υποχρέωση διατροφής εκείνος που, ενόψει και των λοιπών
υποχρεώσεών του, δεν είναι σε θέση να τη δώσει χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του
διατροφή. Η υποχρέωση αυτή δεν βαρύνει τους κληρονόμους του υποχρέου.
2. Ο δικαιούχος διατροφής από το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης συμπορεύεται, ως
προς το δικαίωμα διατροφής, με τον διαζευγμένο σύζυγο του υποχρέου.
3. Ο υπόχρεος διατροφής, μετά τη λύση του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης, δεν
μπορεί να επικαλεσθεί την υποχρέωση του αυτή, προκειμένου να απαλλαγεί, εν όλω
ή εν μέρει, από την υποχρέωση συνεισφοράς ή διατροφής συζύγου ή ανήλικων
τέκνων του.
4. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3, η συμβατική υποχρέωση της
παραγράφου 1 προηγείται της εκ του νόμου υποχρέωσης διατροφής άλλων προσώπων απέναντι στον δικαιούχο, που βρίσκεται σε αδυναμία, μετά τη λύση του συμφώνου,να διατρέφει τον εαυτό του με τις δικές του δυνάμεις.

ΑΡΘΡΟ 8
Τεκμήριο πατρότητας
1. Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης
ή εντός τριακοσίων ημερών από τη λύση ή την αναγνώριση της ακυρότητάς του,
τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα κατάρτισε το σύμφωνο.
Το τεκμήριο ανατρέπεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Τα άρθρα 1466 επ.
ΑΚ, καθώς και τα άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ, εφαρμόζονται αναλόγως.
1. Η ακυρότητα ή η ακύρωση του συμφώνου δεν επηρεάζει την πατρότητα των
τέκνων.
ΑΡΘΡΟ 9
Επώνυμο τέκνων
Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης ή
εντός τριακοσίων ημερών από τη λύση ή την αναγνώριση της ακυρότητάς του, φέρει
το επώνυμο που επέλεξαν οι γονείς του με κοινή και αμετάκλητη δήλωση τους που
περιέχεται στο σύμφωνο ή σε μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο, πριν τη
γέννηση του πρώτου τέκνου. Το επώνυμο που επιλέγεται είναι κοινό για όλα τα τέκνα
και είναι υποχρεωτικά το επώνυμο του ενός από τους γονείς ή συνδυασμός των
επωνύμων τους. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από
δύο επώνυμα. Αν η δήλωση παραλειφθεί, το τέκνο θα έχει σύνθετο επώνυμο,
αποτελούμενο από το επώνυμο και των δύο γονέων του. Αν το επώνυμο του ενός ή
και των δύο γονέων είναι σύνθετο, το επώνυμο του τέκνου θα σχηματισθεί με το
πρώτο από τα δύο επώνυμα.
ΑΡΘΡΟ 10
Γονική μέριμνα
1. Η γονική μέριμνα τέκνου που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια συμφώνου ελεύθερης
συμβίωσης ή μέσα σε τριακόσιες μέρες από τη λύση ή την αναγνώριση της
ακυρότητάς του, ανήκει στους δύο γονείς και ασκείται από κοινού. Οι διατάξεις του
ΑΚ για τη γονική μέριμνα των τέκνων που κατάγονται από γάμο εφαρμόζονται
αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.
2. Αν το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης λυθεί, για τους λόγους που αναφέρονται
στα άρθρα 2 και 4 του παρόντος, για την άσκηση της γονικής μέριμνας εφαρμόζεται
αναλόγως το άρθρο 1513 του ΑΚ.
ΑΡΘΡΟ 11
Κληρονομικό δικαίωμα
1. Με τη λύση του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης λόγω θανάτου, αυτός που επιζεί
έχει κληρονομικό δικαίωμα εξ αδιαθέτου, το οποίο ανέρχεται στο έκτο της
κληρονομίας, αν συντρέχει με κληρονόμους της πρώτης τάξης, στο τρίτο, αν
συντρέχει με κληρονόμους άλλων τάξεων και σε ολόκληρη την κληρονομία, αν δεν
υπάρχει συγγενής του κληρονομουμένου, που να καλείται ως εξ αδιαθέτου
κληρονόμος.
2. Αυτός που επιζεί έχει δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία, το οποίο
ανέρχεται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας, που του αναλογεί. Κατά το ποσοστό
αυτό μετέχει ως κληρονόμος.
3. Τα άρθρα 1826 επ., 1839 επ. και 1860 του ΑΚ εφαρμόζονται αναλόγως και στην
περίπτωση αυτή.
ΑΡΘΡΟ 12
Αναστολή παραγραφής
Το άρθρο 256 ΑΚ περίπτ.1 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. μεταξύ συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, έστω και αν ύστερα ακυρωθεί,
καθώς και μεταξύ προσώπων που έχουν συνάψει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης,
όσο αυτό ισχύει».
ΑΡΘΡΟ 13
Πεδίο εφαρμογής
Ο νόμος αυτός εφαρμόζεται σε κάθε σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, εφόσον αυτό
έχει καταρτισθεί στην Ελλάδα ή ενώπιον ελληνικής προξενικής αρχής. Σε κάθε άλλη
περίπτωση, εφαρμόζεται το δίκαιο που ορίζεται από τους κανόνες του ιδιωτικού
διεθνούς δικαίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
ΑΡΘΡΟ 14
Ισχυρός κλονισμός
Η τρίτη παράγραφος του άρθρου 1439 του ΑΚ αντικαθίσταται ως εξής:
«Εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον
χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω
και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά στο πρόσωπο του ενάγοντος. Η συμπλήρωση
του χρόνου διάστασης δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν ως
προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των συζύγων».

ΑΡΘΡΟ 15
Τέκνα χωρίς γάμο των γονέων τους
Το άρθρο 1515 του ΑΚ αντικαθίσταται ως εξής:¨
«Τέκνα χωρίς γάμο των γονέων τους. Η γονική μέριμνα του ανήλικου
τέκνου που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του, ανήκει στη μητέρα
του. Σε περίπτωση αναγνώρισής του, αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας, που
όμως την ασκεί αν υπάρχει συμφωνία των γονέων κατά το άρθρο 1513 ή αν έπαυσε η
γονική μέριμνα της μητέρας, ή αν αυτή αδυνατεί να την ασκήσει για νομικούς ή
πραγματικούς λόγους.
Με αίτηση του πατέρα, το δικαστήριο μπορεί και σε κάθε άλλη περίπτωση να
αναθέσει και σε αυτόν την άσκηση της γονικής μέριμνας ή μέρους της, εφόσον αυτό
επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου.
Σε περίπτωση δικαστικής αναγνώρισης, στην οποία αντιδίκησε ο πατέρας,
αυτός δεν ασκεί γονική μέριμνα ούτε αναπληρώνει τη μητέρα στην άσκησή της,
εκτός αν υπάρχει συμφωνία των γονέων κατά το άρθρο 1513. Το δικαστήριο μπορεί,
αν το επιβάλλει το συμφέρον του τέκνου, να αποφασίσει διαφορετικά με αίτηση του
πατέρα, εφόσον έπαυσε η γονική μέριμνα της μητέρας, ή αυτή αδυνατεί να την
ασκήσει για νομικούς ή πραγματικούς λόγους, ή υπάρχει συμφωνία των γονέων».
ΑΡΘΡΟ 16
Δικαστική αναπλήρωση της συναίνεσης
Το άρθρο 1552 ΑΚ αντικαθίσταται ως εξής:
«Δικαστική αναπλήρωση της συναίνεσης. Η συναίνεση των γονέων για
υιοθεσία του τέκνου τους αναπληρώνεται, με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του
δικαστηρίου, στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν οι γονείς είναι άγνωστοι ή το τέκνο
είναι έκθετο, β) αν και οι δύο γονείς έχουν εκπέσει από τη γονική μέριμνα ή
βρίσκονται σε καθεστώς στερητικής δικαστικής συμπαράστασης που τους αφαιρεί
και την ικανότητα να συναινούν για την υιοθεσία του παιδιού τους, γ) αν οι γονείς
έχουν άγνωστη διαμονή είτε πριν είτε μετά την παροχή της γενικής εξουσιοδότησης
του άρθρου 1554, δ) αν το τέκνο προστατεύεται από αναγνωρισμένη κοινωνική
οργάνωση, έχει αφαιρεθεί από τους γονείς η άσκηση της επιμέλειας, σύμφωνα με τις
διατάξεις των άρθρων 1532 και 1533, και αυτοί αρνούνται καταχρηστικά να
συναινέσουν και ε) αν το τέκνο έχει παραδοθεί με τη συναίνεση των γονέων σε
οικογένεια για φροντίδα και ανατροφή, με σκοπό την υιοθεσία, και έχει ενταχθεί σε
αυτήν επί χρονικό διάστημα ενός τουλάχιστον έτους, οι δε γονείς εκ των υστέρων
αρνούνται καταχρηστικά να συναινέσουν. Αν οι περιπτώσεις α΄ έως ε΄ συντρέχουν
μόνο στο πρόσωπο του ενός εκ των γονέων, η απόφαση του δικαστηρίου
αναπληρώνει τη συναίνεση μόνο αυτού.
Με απόφαση του δικαστηρίου αναπληρώνεται και η συναίνεση του επιτρόπου
για την υιοθεσία του ανηλίκου, εφόσον ο τελευταίος προστατεύεται από
αναγνωρισμένη κοινωνική οργάνωση και ο επίτροπος αρνείται καταχρηστικά να
συναινέσει»
ΑΡΘΡΟ 17
Ακρόαση συγγενών
Το άρθρο 1553 ΑΚ αντικαθίσταται ως εξής:
«Ακρόαση συγγενών. Στις περιπτώσεις υπό στοιχεία β΄ έως ε΄ της πρώτης
παραγράφου, καθώς και στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του
προηγουμένου άρθρου, το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει την ακρόαση των
πλησιέστερων συγγενών, αν αυτή είναι εφικτή».

ΑΡΘΡΟ 18
Προσθήκη ή απάλειψη κύριου ονόματος
Το άρθρο 1565 ΑΚ αντικαθίσταται ως εξής:
 «Προσθήκη ή απάλειψη κύριου ονόματος. Το δικαστήριο μπορεί, με την
απόφασή του περί υιοθεσίας να επιτρέψει στον υποψήφιο θετό γονέα, ύστερα από
αίτησή του, να προσθέσει στο κύριο όνομα του θετού τέκνου και άλλο όνομα. Στην
περίπτωση αυτή το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση του θετού γονέα, που
υποβάλλεται μετά τη συντέλεση της υιοθεσίας αλλά το αργότερο εντός ενός έτους
από αυτήν, να επιτρέψει την απάλειψη του κύριου ονόματος που έφερε το θετό τέκνο
πριν την υιοθεσία, εφόσον τούτο επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου.
Αν το θετό τέκνο έχει συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του, είναι
απαραίτητη, σε κάθε περίπτωση, για τη χορήγηση της άδειας του δικαστηρίου η
συναίνεση του ίδιου. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 1555 εφαρμόζεται και
εδώ».
ΑΡΘΡΟ 19
Ποιοι τελούν υπό επιτροπεία
Το άρθρο 1589 του ΑΚ αντικαθίσταται ως εξής:
«Ποιοι τελούν υπό επιτροπεία. Ο ανήλικος τελεί υπό επιτροπεία όταν
κανένας γονέας δεν έχει ή δεν μπορεί να ασκήσει τη γονική μέριμνα, όταν το
δικαστήριο διορίσει επίτροπο κατά τα άρθρα 1532 και 1535 ή αναθέσει την άσκηση
της γονικής μέριμνας σε τρίτον κατά τα άρθρα 1513, 1514, καθώς και όταν
συντρέχουν οι περιπτώσεις των άρθρων 1660 και 1661»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 20
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 800 ΚΠολΔ προστίθενται δεύτερο και τρίτο εδάφιο
ως εξής:
«Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για την τέλεση της υιοθεσίας, όταν ο
υιοθετών ή o υιοθετούμενος είναι ελληνικής ιθαγένειας, ακόμη και αν δεν έχουν τη
συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή είναι αρμόδια τα
δικαστήρια της πρωτεύουσας του Κράτους».
ΑΡΘΡΟ 21
Η παράγραφος 2 του άρθρου 7 του ν. 2447/1996 (Α΄ 278) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Όταν, για την υιοθεσία ανηλίκου, οι φυσικοί γονείς ή ο επίτροπος
έρχονται σε απευθείας συνεννόηση με τους υποψήφιους θετούς γονείς χωρίς τη
μεσολάβηση κοινωνικής υπηρεσίας ή οργάνωσης, οφείλουν τόσο αυτοί όσο και οι
υποψήφιοι θετοί γονείς, πριν από την παράδοση του παιδιού ή εντός ενός μηνός από
αυτήν, να ανακοινώσουν τη σχετική πρόθεσή τους στην αρμόδια κοινωνική
υπηρεσία».
ΑΡΘΡΟ 22
1. Η περ. α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του π.δ. 226/1999 (Α΄ 190)
αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Οι Διευθύνσεις Κοινωνικής Πρόνοιας των τεσσάρων τομέων της Νομαρχίας
Αθηνών, της Νομαρχίας Ανατολικής και Δυτικής Αττικής για τον νομό
Αττικής, πλην της Νομαρχίας Πειραιά, καθώς και για τους νομούς των
Περιφερειών Στερεάς Ελλάδος και Θεσσαλίας».
2. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του π.δ. 226/1999
αντικαθίσταται ως εξής:
« Αν η ξένη υπηρεσία δεν ανταποκριθεί στο αίτημα της ελληνικής για
αποστολή στοιχείων που αφορούν το παιδί που θα υιοθετηθεί, ιδίως σχετικά με το
κοινωνικό και το ιατρικό ιστορικό του, και παραμείνει έτσι η έρευνα της ελληνικής
υπηρεσίας ανολοκλήρωτη, η συντασσόμενη έκθεση της τελευταίας δεν
αποστέλλεται».
ΑΡΘΡΟ 23
Η παράγραφος 1 του άρθρου 232 Α του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως
εξής:
«1. Όποιος με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή
δικαστηρίου ή σε διάταξη δικαστικής αποφάσεως, με την οποία υποχρεώθηκε σε
παράλειψη ή σε ανοχή ή σε πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η
επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του, ή σε διάταξη
εισαγγελέα σχετική με την προσωρινή ρύθμιση της νομής μεταξύ ιδιώτη και
Δημοσίου ή Ο.Τ.Α. ή άλλου Ν.Π.Δ.Δ., τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 6
μηνών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη».
ΑΡΘΡΟ 24
1. Η παράγραφος 12 του άρθρου 80 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων
και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.
1756/1988 (Α΄ 35), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.
3514/2006 (Α΄ 266), καταργείται.
2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 51, όπως ισχύει, του
αυτού Κώδικα, αντικαθίσταται ως εξής:
« Η απόσπαση αυτή γίνεται για την εκτέλεση νομοπαρασκευαστικών έργων
καθώς και καθηκόντων σχετικών με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών,
διαρκεί για χρονικό διάστημα ενός έτους και μπορεί να παρατείνεται διαδοχικά μέχρι
τη συμπλήρωση πενταετίας».
3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού
Δικαιοσύνης, μπορεί να κωδικοποιούνται σε ιδιαίτερο κείμενο οι διατάξεις περί του
Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών. Κατά
την κωδικοποίηση επιτρέπεται, χωρίς να αλλοιώνεται η έννοια των ισχυουσών
διατάξεων, νέα διάρθρωση, όπως διάσπαση ή συγχώνευση άρθρων, νέα κατάστρωση
αυτών ή απάλειψη διατάξεων που έχουν καταργηθεί ρητά ή σιωπηρά, καθώς και
οποιαδήποτε αναγκαία φραστική μεταβολή.
ΑΡΘΡΟ 25
1. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως της παραγράφου 4 του άρθρου 52
του ν. 3689/2008 (Α΄164), ως αναπληρωτές των τακτικών μελών του Συμβουλίου
εκλέγονται, κατά περίπτωση, ισάριθμοι με τα τακτικά μέλη υποψήφιοι και σύμφωνα
με τη σειρά ψήφων που έλαβαν.
2. Κατά τον διαγωνισμό του έτους 2008 για την εισαγωγή σπουδαστών στην
Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών εφαρμόζονται, ως προς τα προσόντα των
υποψηφίων, τα όρια ηλικίας αυτών καθώς και ως προς τις ξένες γλώσσες, οι διατάξεις
του ν. 2236/1994 (Α΄ 146).
Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από την έναρξη ισχύος του ν.
3689/2008.
ΑΡΘΡΟ 26
1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του π.δ 18/1989
αντικαθίσταται ως εξής :
«Για την ύπαρξη απαρτίας απαιτείται πάντως να παρίστανται είκοσι επτά (27)
μέλη με αποφασιστική ψήφο».
2. Μετά το τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του π.δ. 18/1989 προστίθενται
εδάφια ως εξής:
«Στη σύνθεση μετέχουν και δύο αναπληρωματικά μέλη με δικαίωμα ψήφου
καθώς και ένας πάρεδρος, προοριζόμενα να αντικαταστήσουν τυχόν κωλυόμενο ή
ελλείπον κατά τη διάσκεψη μέλος. Τα μέλη αυτά μετέχουν και στις διασκέψεις, μέχρι
το πέρας αυτών, στις ψηφοφορίες, όμως, μετέχουν μόνον εάν απουσιάζει τακτικό
μέλος ή Πάρεδρος, αντιστοίχως. Σε περίπτωση συμμετοχής των μελών αυτών σε
ψηφοφορία, το κωλυόμενο μέλος δεν μετέχει εφεξής στη διάσκεψη επί της αυτής
υποθέσεως. Για τις μεταβολές αυτές συντάσσεται ειδικό πρακτικό».
ΑΡΘΡΟ 27
Η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1565 του ΑΚ,
όπως αντικαταστάθηκε από παράγραφο 3 του άρθρου 19 του παρόντος νόμου,
εφαρμόζεται και στις υιοθεσίες που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του,
εφόσον η σχετική αίτηση προς το δικαστήριο υποβληθεί εντός έτους από αυτή.
ΑΡΘΡO 28
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, εκτός εάν στις επιμέρους διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου